νομισματολογία

νομισματολογία
Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής τόπος της κοπής τους είναι αβέβαιος, αλλά γνωρίζουμε ότι μεταξύ 650 και 600 πολλές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Μίλητος και η Έφεσος, είχαν δικό τους νόμισμα. Πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. οι αρχαίοι δεν γνώριζαν το νόμισμα με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον όρο, δηλαδή ενός μικρού μετάλλινου δίσκου που στις δύο όψεις του φέρει μια παράσταση και μια επιγραφή, ή το ένα από τα δύο μόνο, για το βάρος και την αξία του οποίου εγγυάται το κράτος που το εκδίδει. Η φαραωνική Αίγυπτος, οι Ασσυροβαβυλώνιοι, οι Φοίνικες, οι Εβραίοι, οι πολιτισμοί των οποίων προηγήθηκαν του ελληνικού, δεν ήξεραν το νόμισμα ή το γνώρισαν, όπως οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, πολλούς αιώνες μετά τους Έλληνες, αν και μερικοί από τους λαούς αυτούς είχαν ιδιαίτερη επίδοση στο εμπόριο. Μέσο για την απόκτηση εμπορευμάτων ήταν κυρίως ο αντιπραγματισμός ή η ανταλλαγή ειδών, οπότε και το πολύτιμο μέταλλο ανταλλασσόταν με το ζύγι. Οι ίδιοι οι Έλληνες σε παλαιότερες εποχές, δηλαδή πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, εφάρμοζαν στο εμπόριό τους την ανταλλαγή σε είδος. Ένα από τα εμπορεύματα που χρησιμοποιούσαν για το μέτρημα των αξιών ήταν τα ζώα, που χρησιμοποιούνταν ως μέτρο αξίας και στοιχείο πλούτου (στον Όμηρο το επίθετο πολυβούτης σημαίνει πλούσιος και στον Ησίοδο αβούτης φτωχός). Και στη Ρώμη, πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, τα ζώα αντιπροσώπευαν το μέσο συναλλαγής. Η λατινική λέξη για το χρήμα (pecunia), παράγεται από το pecus, που σημαίνει ζώο. Εκτός από τα ζώα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πριν από την εμφάνιση του νομίσματος και το μέταλλο ως βάρος ή διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, όπως τρίποδες, πελέκεις, οβελούς· οι τελευταίοι αυτοί ήταν σιδερένιοι - βρέθηκαν αρκετοί στις ανασκαφές του ναού της Ήρας στο Άργος και έδωσαν την ονομασία τους σε ένα μικρό ασημένιο νόμισμα. Τα πρώτα νομίσματα που έφτασαν σε εμάς είναι από ήλεκτρο, δηλαδή από φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, και έχουν γενικά τη μορφή μικρού δίσκου, ακανόνιστου και όχι σπάνια ωοειδούς. Πολύ γρήγορα το νόμισμα διαδόθηκε και στην κυρίως Ελλάδα, όπου η Αίγινα έκοψε ασημένια νομίσματα με τη μορφή της χελώνας. Οι αρχαίοι συγγραφείς μας παρέδωσαν την ιστορία του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, ο οποίος εισήγαγε το νόμισμα στην Ελλάδα και έκοψε στην Αίγινα τα πρώτα ασημένια δίδραχμα, αφού απέσυρε από την κυκλοφορία τους σιδερένιους οβελούς που αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος. Γενικά τα ελληνικά νομίσματα είχαν μικρή διάμετρο και, αναλογικά, μεγάλο πάχος· το ανάγλυφο τους ήταν αρκετά έκτυπο, ενώ το βάρος και ο όγκος του δεν ήταν σταθερά. Οι ελληνικές πόλεις όμως, οι οποίες έκοβαν τα σημαντικότερα νομίσματα, που ήταν διαδεδομένα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, είναι η Κόρινθος και η Αθήνα. Η Κόρινθος άρχισε να κόβει κατά τα τέλη του 7ου αι. ασημένιους στατήρες με την παράσταση του Πήγασου στη μια πλευρά και το κεφάλι της Αθηνάς στο άλλο· η Αθήνα μερικές δεκαετίες αργότερα άρχισε να κόβει τετράδραχμα με τον χαρακτηριστικό τύπο της κουκουβάγιας στην πίσω όψη και το κεφάλι της Αθηνάς στην πρόσθια όψη. Τα νομίσματα αυτά έγιναν γνωστά σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, δημιουργήθηκαν πολλές απομιμήσεις τους και ήταν από τις πιο περιζήτητες αξίες, τόσο για την κανονικότητα του βάρους τους όσο και για την ακρίβεια του κράματος. Μέσα στον 6o αι. π.Χ., όλες σχεδόν οι ελληνικές πόλεις και οι ελληνικές αποικίες της Μεσογείου, άρχισαν να κόβουν νομίσματα. Στο β’ μισό του αιώνα αυτού άνοιξαν δικά τους νομισματοκοπεία οι κυριότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, όπως η Σύβαρις, η Ποσειδωνία, η Καυλωνία, ο Τάρας, το Μεταπόντιο και ο Κρότων. Και στη Σικελία κατά την ίδια περίοδο κόπηκαν τα πρώτα νομίσματα των Συρακουσών, της Ζάγκλης (κατόπιν Μεσσήνης), της Ιμέρας και της Νάξου. Μερικές από τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας, όπως οι Συρακούσες, ο Ακράγας, η Κατάνη, είχαν τον επόμενο αιώνα νομίσματα που μπορούν να θεωρηθούν αριστουργήματα της νομισματικής τέχνης: τα δεκάδραχμα και τα τετράδραχμα των Συρακουσών, τα δεκάδραχμα του Ακράγαντα, τα τετράδραχμα της Κατάνης. Στην ανατολική Μεσόγειο πρέπει να αναφέρουμε τα νομίσματα που έκοψε ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος (561-546), τα οποία ήταν τα πρώτα νομίσματα από καθαρό χρυσάφι. Μερικές δεκαετίες μετά την κατάληψη της Λυδίας από του Πέρσες, ο Δαρείος A’ (522-485) έκοψε το δαρεικό, χρυσό νόμισμα, στο οποίο εικονίζεται ο ίδιος ο βασιλιάς με το τόξο του και το οποίο γρήγορα έγινε περίφημο σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και εξακολούθησε να κόβεται χωρίς διακοπή έως την κατάκτηση της Περσίας από τον Μεγάλο Αλέξανδρο (330). Οι Έλληνες κατά κανόνα δεν έκοβαν χρυσά νομίσματα. Τα πρώτα άφθονα χρυσά νομίσματα κόπηκαν στην πραγματικότητα από τον Φίλιππο B’ της Μακεδονίας (354-336). Ο γιος του Αλέξανδρος συνέχισε την κοπή χρυσών νομισμάτων που είχε αρχίσει ο πατέρας του και τα νομίσματά του, τα οποία κυκλοφορούσαν και έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας του, αντικατέστησαν ως διεθνές το νόμισμα των Περσών βασιλιάδων. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι ηγεμόνες των ελληνιστικών κρατών που σχηματίστηκαν από τη διανομή της μακεδόνικης αυτοκρατορίας έκοψαν νομίσματα που έφεραν τη δική τους προτομή, εισάγοντας έναν νεωτερισμό που έχει μεγάλη σημασία στην ιστορία των νομισματικών τύπων, γιατί οι Έλληνες, σεβόμενοι το δημοκρατικό καθεστώς τους, δεν είχαν αποτυπώσει ποτέ στα νομίσματα τους τη μορφή ζωντανού ανθρώπου. Από τις ελληνιστικές μοναρχίες η συνήθεια της παράστασης ζωντανών ανθρώπων στα νομίσματα πέρασε κατόπιν στη Ρώμη κατά τα τέλη της δημοκρατίας. Η περίοδος που άρχισε με τον Μεγάλο Αλέξανδρο είναι η τελευταία της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού νομίσματος· πλούσια και πολύμορφη σε τύπους, τελείωσε με την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Μετά την υποταγή των διάφορων ελληνιστικών βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής στους Ρωμαίους, το ελληνικό νόμισμα παραχώρησε οριστικά τη θέση του στο ρωμαϊκό, που ήδη δύο τουλάχιστον αιώνες πριν, είχε αρχίσει να εισχωρεί στη Μεσόγειο. Η Ρώμη είχε αρχίσει να κόβει νομίσματα επίσημα περίπου από το 335, χρονολογία που μερικές νεότερες θεωρίες θέλουν να κατεβάσουν περίπου κατά εβδομήντα χρόνια. Πριν από την εμφάνιση του νομίσματος χρησιμοποιούσαν στη Ρώμη γενικά στην κεντρική Ιταλία τον χαλκό με το ζύγι (που λεγόταν aes rude) και πλάκες χαλκού, ορθογώνιου σχήματος με μια χονδροειδή παράσταση στη μια ή στις δυο όψεις του, γνωστές ως aes signatum. Το πρώτο ρωμαϊκό νόμισμα ήταν ένα χάλκινο χυτό νόμισμα, του οποίου η μονάδα, που λεγόταν ασσάριο, ζύγιζε μια λατινική λίβρα, περίπου 272 γρ., γι’ αυτό τα πρώτα αυτά νομίσματα λέγονται από τους νομισματολόγους aes grave, δηλαδή βαρύς χαλκός. Το ασσάριο χωριζόταν σε 12 ουγγιές και υποπολλαπλάσιά του ήταν το μισό, το τρίτο, το τέταρτο, το έκτο του ασσαρίου και η ουγγιά. Χαρακτηριστικό των νομισμάτων αυτών, όπως και όλων των χάλκινων ρωμαϊκών νομισμάτων της δημοκρατικής εποχής, είναι ότι έχουν στην πίσω όψη μια πλώρη πλοίου. Στην κύρια όψη υπάρχουν οι μορφές διαφόρων θεών, ανάλογα με τις διάφορες αξίες. Κάθε νόμισμα φέρει επίσης την ένδειξη της αξίας του. Μαζί με τα χάλκινα νομίσματα η Ρώμη γνώριζε διάφορους τύπους ασημένιων νομισμάτων που κόβονταν στα νομισματοκοπεία της Καμπανίας και γι’ αυτό ονομάζονται ρωμαιοκαμπανικά. Τα νομίσματα αυτά που παρουσίαζαν συχνά όχι ρωμαϊκούς τύπους και ήταν περισσότερο επηρεασμένα από την ελληνική νομισματική τέχνη, σταμάτησαν το 268 ή λίγο αργότερα, όταν η Ρώμη έκοψε για πρώτη φορά στα δικά της νομισματοκοπεία ασημένια νομίσματα με την ονομασία της και με τύπους και τεχνοτροπία τελείως ρωμαϊκά. Το νόμισμα αυτό, που επρόκειτο να αποκτήσει μεγάλη σημασία στην ιστορία της αρχαίας νομισματικής, είναι το δηνάριο, που συνοδευόταν από το κουινάριο (ίσο με μισό δηνάριο) και τον σηστέρτιο, ίσο με ένα τέταρτο. Χαρακτηριστικοί τύποι του νομίσματος αυτού ήταν με το κεφάλι της Ρώμης με περικεφαλαία στην κύρια όψη και τους Διοσκούρους έφιππους σε καλπασμό στην πίσω όψη. Πολύ γρήγορα όμως παρουσιάστηκαν στα ασημένια νομίσματα νέοι τύποι, πρώτα μορφές θεοτήτων όπως η Άρτεμις, η Νίκη, η Ήρα σε άρμα με δύο ή τέσσερα άλογα, αργότερα μεγαλύτερη ποικιλία τύπων που αναφέρονταν στην παλαιότερη ιστορία της Ρώμης και σε γεγονότα σχετικά με την ιστορία της οικογένειας των αρχόντων που έβαζαν το όνομά τους στα νομίσματα. Το ασημένιο ρωμαϊκό νόμισμα των χρόνων της δημοκρατίας παρουσιάζει έτσι μεγάλη ποικιλία παραστάσεων συχνά με πολύ μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, από τις οποίες πρέπει να αναφέρουμε τις μορφές μερικών από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της Ρώμης: Κουιρίνος, Τίτος Τάτιος, Άγκος Μάρτιος, Βρούτος, Σκιπίων ο Αφρικανός κ.ά. Δεν εμφανίζεται όμως ποτέ η μορφή ζωντανού προσώπου έως τον Καίσαρα, ο οποίος λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του πήρε το προνόμιο αυτό από τη Σύγκλητο. Με τον Καίσαρα άρχισε στην ιστορία της Ρώμης μια πολύ ταραχώδης περίοδος εμφυλίων πολέμων για την κατάκτηση της εξουσίας, η οποία καθρεφτίζεται στα νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα με το όνομά τους, εκτός από τον Καίσαρα, οι γιοι του Πομπηίου Μάγνου, Γναίος και Σέξτος Πομπήιος, ο Οκταβιανός, ο Μάρκος Αντώνιος, ο Λέπιδος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος. Σχεδόν όλες αυτές οι προσωπικότητες αποτύπωσαν στα νομίσματα τις μορφές τους κι έτσι μπορεί να ειπωθεί πως με τον Καίσαρα άρχισε μια θαυμαστή σειρά προσωπογραφιών με εξαιρετική εικονογραφική αξία, που συνεχίστηκε ως την πτώση της αυτοκρατορίας. Οι τύποι της περιόδου αυτής καθρεφτίζουν τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα, τις συμμαχίες, τους ανταγωνισμούς, που ακολούθησαν τον θάνατο του Καίσαρα έως τον οριστικό θρίαμβο του Οκταβιανού. Με τη ναυμαχία του Ακτίου εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή και ο τελευταίος ανταγωνιστής του Οκταβιανού, ο οποίος έμεινε κύριος της Ρώμης και λίγα χρόνια αργότερα (27 π.Χ.) ανακηρύχθηκε Αύγουστος. Από τη στιγμή αυτή το νόμισμα φέρει μόνο το όνομα και τη μορφή του αυτοκράτορα ή εκείνων των μελών της οικογένειάς του, κυρίως του διαδόχου του θρόνου, στα οποία ο αυτοκράτορας παραχωρούσε το δικαίωμα αυτό. Οι παραστάσεις που αποτυπώνονταν πάνω στα νομίσματα αποσκοπούσαν κυρίως στο να απαθανατίσουν το πρόσωπο του αυτοκράτορα, τα κατορθώματά του, τις νίκες, τους θριάμβους ή τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα της βασιλείας του ή ακόμα και γεγονότα που συνδέονταν άμεσα με την αυτοκρατορική οικογένεια. Έτσι απεικονίζονται πάνω σε νομίσματα θρησκευτικές τελετές, η ανέγερση μνημείων, οι διανομές τροφίμων στο λαό, η απαλλαγή από τους φόρους, η γέννηση διαδόχων του θρόνου ή οι γάμοι μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. To νόμισμα προσφέρει λοιπόν συνεχή και ακριβή απεικόνιση των πολιτικών και στρατιωτικών εορτών της αυτοκρατορίας με τον προπαγανδιστικό σκοπό που είναι χαρακτηριστικός του ρωμαϊκού νομίσματος από τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου και που πήρε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Στα νομίσματα εμφανίζεται πλήθος θεϊκών μορφών, κατά προτίμηση εκείνων που τιμούσαν περισσότερο οι διάφοροι αυτοκράτορες. Πλάι στους θεούς βρίσκουμε τις προσωποποιήσεις, τις παραστάσεις δηλαδή με ανθρώπινη μορφή αφηρημένων εννοιών, όπως η Ειρήνη, η Πολεμική Αρετή, η Τιμή, η Αφθονία, η Τύχη, η Πρόνοια και το ίδιο το νόμισμα. Σημειώνεται όμως μια εξέλιξη στη διαδοχή των τύπων. Μετά τον πλούτο και την ποικιλία των παραστάσεων του 1ου και του 2ου αι. μ.Χ., κατά τον 3o αι. παρουσιάζεται μεγάλη μονοτονία· τις μορφές του αυτοκράτορα, τους θεούς και τις προσωποποιήσεις ακολουθούν απλούστεροι και πιο περιορισμένοι τύποι. Ποικιλίες και περίπλοκες σκηνές εμφανίζονται ακόμα στα μετάλλια, που παρουσιάζουν μεγαλύτερο τυπολογικό πλούτο από το ίδιο το νόμισμα. Ανάμεσα στις διάφορες μεταρρυθμίσεις, με τις οποίες θέλησε να δώσει νέα διοικητική μορφή στην αυτοκρατορία ο Αύγουστος, ήταν και η αλλαγή του συστήματος κοπής νομισμάτων. Εισήγαγε οριστικά την κοπή χρυσών νομισμάτων στο ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα, δημιούργησε ένα νέο χάλκινο νόμισμα, τον σηστέρτιο, έδωσε σταθερές αναλογίες αξίας στα διάφορα νομίσματα κάνοντας το χρυσό ισοδύναμο με 25 δηνάρια και το δηνάριο ίσο με 4 σηστέρτιους ή 16 ασσάρια, καθόρισε τέλος οριστικά ή 16 ασσάρια, καθόρισε τέλος οριστικά τις αρμοδιότητες για την κοπή νομισμάτων κρατώντας για τον εαυτό του την κοπή χρυσών και αργυρών νομισμάτων και αφήνοντας στη Σύγκλητο την κοπή των χάλκινων. Η αυγουστιανή μεταρρύθμιση έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη στις γενικές γραμμές της μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Με τον Κωνσταντίνο, το ρωμαϊκό νόμισμα απόκτησε εκείνους τους μορφολογικούς και τυπολογικούς χαρακτήρες που, τονιζόμενοι με τον χρόνο, πέρασαν έπειτα στα νομίσματα των βαρβαρικών κρατών, που δημιουργήθηκαν πάνω στα ερείπια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και στο βυζαντινό νόμισμα. Ο Κωνσταντίνος (306-337), που στη μεταρρύθμισή του χρησιμοποίησε μερικά στοιχεία που είχε εισαγάγει λίγα χρόνια πριν ο Διοκλητιανός, δημιούργησε ένα νέο χρυσό νόμισμα, το σολδίο, που επρόκειτο να αποκτήσει μεγάλη σημασία στους κατοπινούς αιώνες. Μαζί με το σολδίο κόπηκε και η ασημένια σίλικα. Με την επικράτηση του χριστιανισμού υπέστησαν βαθιές μεταβολές ακόμα και τα νομίσματα: οι ειδωλολατρικές θεότητες εξαφανίστηκαν σταδιακά μετά τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (360-363). Ακόμα και οι προσωποποιήσεις εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά: η μορφή της Ρώμης επέζησε έως το τέλος της αυτοκρατορίας γιατί η ειδωλολατρική θεότητα αποτελούσε τώρα απλή παράσταση της πόλης, ενώ προστέθηκε πλάι της από την εποχή του Κωνσταντίνου η παράσταση της Κωνσταντινούπολης. Παρέμεινε ωστόσο η Νίκη, η οποία όμως από την εποχή της αυτοκράτειρας Γάλας Πλακιδίας πήρε τη μορφή χριστιανικού αγγέλου με έναν μεγάλο σταυρό. Ακόμα και οι παραστάσεις του αυτοκράτορα περιορίστηκαν σε λίγους τύπους. Από τον Κωνσταντίνο άρχισαν, αντίθετα, να εμφανίζονται στα νομίσματα τα χριστιανικά σύμβολα: ο σταυρός και το μονόγραμμα του Χριστού. Τα βυζαντινά νομίσματα ακολούθησαν σε γενικές γραμμές τον τύπο των ρωμαϊκών νομισμάτων. Υπήρχαν χρυσά, ασημένια και χάλκινα, τα ασημένια όμως δεν ήταν πολύ διαδεδομένα, παρά τις προσπάθειες ορισμένων αυτοκρατόρων (Ανδρόνικου B’, Μιχαήλ Θ’) να εντείνουν την κυκλοφορία τους. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τα βυζαντινά νομίσματα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Τα χάλκινα νομίσματα συχνά βρίσκονταν πάνω σε παλιότερα αχρηστευμένα. Στην κύρια όψη των βυζαντινών νομισμάτων εικονιζόταν ο αυτοκράτορας και στην πίσω όψη παλαιότερα Νίκη με σταυρό και αργότερα ο Χριστός, η Παναγία ή οι άγιοι. Το βασικό βυζαντινό νόμισμα ήταν το σολδίο, χρυσό νόμισμα, του οποίου το βάρος δεν παρουσιάζει μεταβολές σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Τα σολδία έπαιρναν το όνομα του αυτοκράτορα, του οποίου έφεραν την παράσταση (μανουηλάτα, κωνσταντινάτα). Μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι βαρβαρικοί λαοί που εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία (οι Γότθοι πρώτα, οι Λογγοβάρδοι κατόπιν), έκοβαν νομίσματα που ακολουθούσαν, αν και με τροποποιήσεις, τον δρόμο που είχε χαράξει το ρωμαϊκό νόμισμα. Σε μερικά χάλκινα νομίσματα του Γότθου βασιλιά Θευδάτου (534 - 536) βλέπουμε την προτομή του ηγεμόνα με στέμμα στολισμένο με κοσμήματα. Με τον Λογγοβάρδο βασιλιά Γουνιπέρτο (688 - 700) εμφανίζεται και στα χρυσά νομίσματα το όνομα και η προτομή του βασιλιά, ενώ η πίσω όψη παρουσιάζει νέο τύπο: τον άγιο Μιχαήλ, προστάτη των Λογγοβάρδων, που παριστάνεται ολόσωμος με ασπίδα και σταυρό. Μετά την κατάλυση του βασιλείου των Λογγοβάρδων από τους Φράγκους, άρχισε νέα εποχή για το νόμισμα με τη μεγάλη μεταρρύθμιση που επέβαλε ο Καρλομάγνος στις τελευταίες δεκαετίες του 8ου αι. Με τη μεταρρύθμιση αυτή, οι συνέπειες της οποίας διακρίνονται σε όλα τα ευρωπαϊκά νομίσματα έως τη Γαλλική Επανάσταση, ο Καρλομάγνος κατάργησε την κοπή χρυσών νομισμάτων, εισήγαγε ένα νέο βαρύτερο ασημένιο δηνάριο και μεταρρύθμισε τελικά το νομισματικό σύστημα που στηρίχτηκε στο δηνάριο: δώδεκα δηνάρια αποτελούσαν ένα σολδίο και είκοσι σολδία μια λίρα, η οποία αντιστοιχούσε έτσι με 240 δηνάρια. Μόνο δηνάρια κόβονταν, ενώ η λίρα και το σολδίο ήταν απλώς λογιστικά νομίσματα. Στους νομισματικούς τύπους επικρατούσαν οι επιγραφές και απουσίαζαν εντελώς σχεδόν οι παραστάσεις. Στη Γαλλία, ακόμα και κατά την εποχή της δυναστείας των Καπέτων (που άρχισε στα τέλη του 10ου αι.), συνεχίστηκε η κοπή νομισμάτων του καρολίγγειου τύπου, που έφεραν το όνομα του βασιλιά και του νομισματοκοπείου, καθώς και τον σταυρό. Κυκλοφορούσαν όμως και πολλά νομίσματα που κόβονταν από λαϊκούς και εκκλησιαστικούς φεουδάρχες, από τα οποία είχε μεγάλη διάδοση το δηνάριο που κοβόταν από το μοναστήρι του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ και είχε τη χαρακτηριστική παράσταση κάστρου. Την ίδια περίοδο ο μεγάλος αριθμός των φεουδαρχικών νομισματοκοπείων χαρακτήρισε και το γερμανικό νόμισμα. Μεταξύ των πιο διαδεδομένων τύπων, εκτός από τους καθαρά επιγραφικούς, βρίσκουμε σχηματικές παραστάσεις της εκκλησίας και του τρούλου, τις μορφές μερικών αγίων και της Παναγίας, καθώς και τις προσωπογραφίες του αυτοκράτορα, φεουδαρχών ή κληρικών. Στην Αγγλία παρουσιάστηκε από την αρχή μια σαφής απομάκρυνση από τους καρολίγγειους επιγραφικούς τύπους. Τα αγγλικά νομίσματα της καρολίγγειας περιόδου, ανάμεσα στα οποία πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα εκείνο που έκοψε ο Όφα, βασιλιάς της Μερκίας (757 - 796), έφεραν πάντα εκτός από την επιγραφή, την προτομή του βασιλιά, κατά μέτωπο ή προφίλ. Τον 4o και 5o αι. στον τύπο αυτό προστέθηκαν το περιστέρι και το πρόβατο και σχηματικές παραστάσεις κτιρίων. Με τον Εθελρέδο B’ (976 -1016) επιβλήθηκαν οριστικά η μορφή του βασιλιά στην κύρια όψη και ο σταυρός στην άλλη. Την ίδια εποχή οι Άραβες της Ισπανίας, ύστερα από μια σύντομη περίοδο δίγλωσσων νομισμάτων, άρχισαν να κόβουν χρυσά ντινάρ με αραβικές επιγραφές, ενώ στα νομισματοκοπεία της Καταλονίας κόβονταν ασημένια καρολίγγεια δηνάρια. Η κοπή νομισμάτων από τους χριστιανούς βασιλιάδες άρχισε μόνο τον 11o αι. με τα νομίσματα του Σάνθιο Γ’ της Ναβάρας (1000 - 1035), του Αλφόνσου ΣΤ’ της Καστίλης και Λεόν (1053 -1109) και του Σάντσο Ραμίρεθ A’ της Αραγονίας (1063 - 1094). Στη βόρεια Ιταλία η κοπή νομισμάτων συνεχίστηκε σχεδόν αμετάβλητη για αρκετούς αιώνες πάνω στις γραμμές που είχε χαράξει η μεταρρύθμιση του Καρλομάγνου. Στη νότια Ιταλία επέζησαν οι βυζαντινοί τύποι. Toν 12o αι. σημειώθηκε και στη βόρεια Ιταλία μια εξέλιξη στην ιστορία του νομίσματος. Με την εμφάνιση και την καθιέρωση των Κοινοτήτων άνοιξαν πολλά νομισματοκοπεία. Στα τέλη του αιώνα με τον δόγη Ερρίκο Δάνδολο (1192 -1205) η Βενετία έκοψε για πρώτη φορά το γκρόσο, δηλαδή ένα ασημένιο δηνάριο βαρύτερο από το συνηθισμένο, που στη Βενετία ονομάστηκε ματαπάν. Το παράδειγμα της Βενετίας ακολούθησαν τον επόμενο αιώνα όλες οι σημαντικές ιταλικές πόλεις. Άρχισαν να διαδίδονται νέοι τύποι ακόμα και για την πλατύτερη νομισματική κυκλοφορία που, τις περισσότερες φορές, έφεραν παραστάσεις αγίων προστατών των πόλεων, όπως ο Άγιος Αμβρόσιος στο Μιλάνο, ο Άγιος Πετρώνιος στην Μπολόνια, ο Άγιος Κυριάκος στην Ανκόνα. Παρουσιάστηκαν όμως και άλλοι τύποι, όπως η Παναγία με το βρέφος στην Πίζα ή η προσωποποίηση της Ρώμης στη Ρώμη. Στη νότια Ιταλία βρίσκουμε το πιο ενδιαφέρον νόμισμα αυτής της περιόδου στην τεχνοτροπία και στον τύπο: είναι το χρυσό νόμισμα περίπου 5,30 γρ. που έκοψε ο Φρειδερίκος B’ στα νομισματοκοπεία του Μπρίντιζι και της Μεσσήνης το 1231, το οποίο ονομαζόταν αυγουσταίο· στην κύρια όψη του έφερε την προτομή του αυτοκράτορα με στέφανο δάφνης και στην πίσω αετό με ανοιχτά φτερά. Είναι ένα νόμισμα με μεγάλη καλλιτεχνική αξία, που στο ανάγλυφο και στις μορφές θυμίζει τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα. Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του μεσαιωνικού νομίσματος συνέβη όμως το 1252 με την έκδοση από τη Γένοβα και τη Φλωρεντία του τζενοβίνου και του φιορινιού. Τριάντα χρόνια αργότερα η Βενετία έκοψε το δουκάτο. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Φλωρεντίας, της Γένοβας και της Βενετίας και άλλες ιταλικές και ευρωπαϊκές πόλεις έκοψαν χρυσά νομίσματα. Στη Γαλλία χρυσά νομίσματα κόβονταν κανονικά από το β’ μισό του 13ου αι. και με τον Φίλιππο Δ’ (1285-1314) καθιερώθηκαν στα χρυσά νομίσματα οι τύποι του καθιστού βασιλιά με το ανθοστόλιστο σκήπτρο και το πρόβατο. Στη Γερμανία η κοπή χρυσών νομισμάτων άρχισε στο α’ μισό του 14ου αι. με τύπους που μιμούνταν το φιορίνι και τα γαλλικά νομίσματα. Την ίδια εποχή μιμήθηκαν το φιορίνι και στη Βοημία και στην Ουγγαρία. Στην Αγγλία, έπειτα από μια πρώτη απόπειρα κοπής χρυσών νομισμάτων με τη χρυσή πένα του Ερρίκου Γ’ (1257), η κανονική κοπή χρυσών νομισμάτων άρχισε με το νομίσμα του Εδουάρδου Γ’ (1327-37), που υπήρξε το μόνο αγγλικό χρυσό νόμισμα έως την κοπή του χρυσού αγγέλου από τον Εδουάρδο E’ (1470-83). Το 15o αι. ακόμα και το νόμισμα ακολούθησε τις νεωτεριστικές τάσεις των μεγάλων τεχνών. Ξαναγύρισε στο νόμισμα η προσωπογραφία που είχε εξαφανιστεί από πολλούς αιώνες εκτός από σποραδικές εξαιρέσεις, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν το αυγουσταίο που αναφέραμε πιο πάνω). Οι πρώτες προσωπογραφίες είναι του Φραγκίσκου Σφόρτσα (1450-66) στο Μιλάνο, του Μπόρσο ντ’ Έστε (1450-71) στη Φερράρα, του Λουδοβίκου Γ’ Γκοντσάγκα (1444-78) στη Μάντοβα. Στην πίσω όψη παρουσιάζονται οι πιο διαφορετικοί τύποι, όπως μυθολογικές παραστάσεις, του Ηρακλή που σκοτώνει τον ταύρο, στη Φερράρα, ή παραστάσεις εμπνευσμένες από την Αγία Γραφή, όπως του Σαμψών (πάλι στη Φερράρα) ή θρησκευτικές σκηνές, όπως του Χριστού που βγαίνει από τον τάφο (στη Μάντοβα) και του Χριστού με τον Φαρισαίο (στη Φερράρα). Ο ηγεμόνας συχνά παριστάνεται έφιππος. Οι νέοι τύποι διευκολύνθηκαν με την έκδοση νομισμάτων όπως, π.χ. το δουκάτο, το διπλό χρυσό δουκάτο και το ασημένιο τεστόνε, που προσέφεραν μεγαλύτερες επιφάνειες για εικονογράφηση. Αυτή η τυπολογική ποικιλία τέλειωσε τον επόμενο αιώνα με την εισαγωγή των μεγάλων ασημένιων νομισμάτων Η προτομή του ηγεμόνα, που επιβλήθηκε πρώτα με το γαλλικό νόμισμα, χαρασσόταν στην κύρια όψη όλων αυτών των νομισμάτων ενώ στην πίσω όψη εικονίζονταν ασπίδες ή σταυροί. Μόνο στην Ισπανία και στις πόλεις της αυτοκρατορίας τη μορφή του ηγεμόνα αντικαθιστούσαν εραλδικά εμβλήματα και μορφές αγίων. Αλληγορικές παραστάσεις εξακολούθησαν να εμφανίζονται μόνο στα ιταλικά νομίσματα, ιδιαίτερα σε εκείνα του Παπικού Κράτους. Τους κατοπινούς χρόνους οι νομισματικοί τύποι σταθεροποιήθηκαν σε αυτά τα πρότυπα, ενώ έπεφτε η καλλιτεχνική αξία της παράστασης, η οποία επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από απαιτήσεις πρακτικού χαρακτήρα, όπως η ασφάλεια της αναγνώρισης της προέλευσης του νομίσματος και της αξίας του· μια από τις εξαιρέσεις είναι η αγγλική στερλίνα με την παράσταση του αγίου Γεωργίου που σκοτώνει τον δράκοντα, η οποία χαράχτηκε από τον Ιταλό χαράκτη Μπενεντέτο Πιστρούτσι (1784-1855).
* * *
η
η επιστήμη που ασχολείται με τα αρχαία νομίσματα, η νομισματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νομισματολογία — η κλάδος της αρχαιολογίας, αλλ. νομισματική, βλ. νομισματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σβορώνος, Ιωάννης — Έλληνας νομισματολόγος (Μύκονος 1863 Αθήνα 1922). Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, έφυγε για την Ευρώπη, όπου σπούδασε νομισματολογία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Την εποχή αυτή έγραψε το πρώτο του έργο:Νομισματολογία της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομισματολογία ή στον νομισματολόγο. επίρρ... νομισματολογικώς από νομισματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… …   Dictionary of Greek

  • Κεραμόπουλλος, Αντώνιος — (Κοζάνη 1870 – Αθήνα 1961). Αρχαιολόγος και εθνολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπηρέτησε κατόπιν ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση… …   Dictionary of Greek

  • Σλουμπερζέ, Λεόν-Γκυστάβ — (Leon Schlumberger). Γάλλος βυζαντινολόγος και νομισματολόγος (Γκεμπβιλλέρ, Αλσατία 1844 Παρίσι 1929). Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε ως χειρουργός στο γαλλικό στρατό κατά το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870. Σύντομα όμως τον κέρδισε οριστικά η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”